- κεραμοπλαστικός
- -ή, -ό (Α κεραμοπλαστικός, -ή, -όν)νεοελλ.το θηλ. ως ουσ. ἡ κεραμοπλαστικήη κεραμευτικήαρχ.αυτός που ανήκει στον κεραμοπλάστη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμοπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Μιχ. Π. Λάμπρο].
Dictionary of Greek. 2013.